φλοτέρ

φλοτέρ
το, Ν
άκλ.
1. πλωτήρας
2. καθεμιά από τις δύο στεγανές βάρκες τών υδροπλάνων με τις οποίες αυτά επιπλέουν στο νερό
3. σημαντήρας
4. συσκευή που διακόπτει αυτόματα την παροχή νερού σε υδατοποθήκη εμποδίζοντας έτσι το ξεχείλισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. flotteur < ρ. flotter «επιπλέω» < flot «κύμα.»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλοτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. κάθε σώμα ελαφρό  που μπορεί να επιπλέει στο νερό ή σε άλλο υγρό ή που βοηθάει άλλο να επιπλέει, ο πλωτήρας. 2. καθένας από τους στεγανούς πλωτήρες των υδροπλάνων, με τους οποίους αυτά στηρίζονται στο νερό. 3. σημαντήρες που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλωτήρας — ο 1. κάθε ελαφρό σώμα που πλέει στο νερό ή που συντελεί ώστε άλλο σώμα να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού. 2. φλοτέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”